- αλαβαστροφορος
- ἀλαβαστροφόροςἀλᾰβαστρο-φόροςὅ несущий алебастровые сосуды Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλαβαστροφόρος — ἀλαβαστροφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει αγγεία (από αλάβαστρο συνήθως). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστρος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
ἀλαβαστροφόρος — carrying vases masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαβαστροφόρον — ἀλαβαστροφόρος carrying vases masc/fem acc sg ἀλαβαστροφόρος carrying vases neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαβαστοφόρος — ἀλαβαστοφόρος, ον (Α) ο αλαβαστροφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλάβαστος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek